χολοπεριτόναιο

χολοπεριτόναιο
το, Ν
ιατρ. συλλογή χολής στην ελεύθερη περιτοναϊκή κοιλότητα, η οποία είναι αποτέλεσμα διάτρησης τών χοληφόρων οδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. choleperitoine < χολή + περιτόναιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”